- ἐξωτικῆς
- ἐξωτικόςforeignfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… … Dictionary of Greek
Λαβεράν, Σαρλ Λουί Αλφόνς — (Charles Louis Alphonse Laveran, Παρίσι 1845 – 1922). Γάλλος μικροβιολόγος και επιδημιολόγος γιατρός. Ο Λ. σπούδασε ιατρική στο Στρασβούργο (1867). Το 1880 εγκαταστάθηκε στην Αλγερία, όπου μετά από συνεχείς μελέτες κατόρθωσε να ανακαλύψει τον… … Dictionary of Greek
Σασέτα, Στέφανο ντι Τζοβάννι, ο επιλεγόμενος — (Sasetta). Ιταλός ζωγράφος. Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για τη ζωή του και αποσπασματικά τα έργα του που σώθηκαν. Ίσως γεννήθηκε στην Κορτόνα, αλλά έζησε στη Σιένα ως το θάνατό του. Μεταξύ του 1423 και του 1426 εκτέλεσε το πρώτο και περίφημο… … Dictionary of Greek